κοτέτσι

κοτέτσι
το
ειδικά κατασκευασμένος χώρος όπου ζουν κότες, ορνιθώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. cotets].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοτέτσι — το (λ. σλαβ.), οικίσκος για τις κότες, ορνιθώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουμάς — και κοῡμος, ὁ (Μ) ορνιθώνας, κοτέτσι, κουμάσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουμάς και πιθ. και ο τ. κούμος < κουμάσιον* ή τουρκ. kumes «κοτέτσι»] …   Dictionary of Greek

  • κουμάσι — (Κumasi). Πόλη (929.100 κάτ. το 2002) της Γκάνα, πρωτεύουσα της επαρχίας Ασάντι. Εκτείνεται σε λοφώδεις πεδιάδες ανάμεσα στους δύο βραχίονες του ποταμού Σουμπίν, σε απόσταση 220 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί εμπορικό και συγκοινωνιακό κόμβο μιας… …   Dictionary of Greek

  • καπονέρα — η 1. ο θαλαμίσκος τής γόνδολας 2. κοτέτσι για καπόνια ή γενικά για κατοικίδια πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. caponera] …   Dictionary of Greek

  • κλούβιος — α, ο 1. (για τα αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος 2. μτφ. ανόητος, χαζός («με το κλούβιο σου μυαλό τέτοια σκέφτεσαι») 3. φρ. «κλούβια κι άπιαστα» λέγεται ως αντιβασκανική ευχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλούβα με σημ. «κοτέτσι»] …   Dictionary of Greek

  • κοιτάστρια — η τόπος όπου κοιμούνται οι κότες, κοτέτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτάζω, με τη σημ. «έχω τη φωλιά μου, πλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κουμιάζω — (Μ κουμιάζω) [κούμος] 1. βάζω τις κότες στο κοτέτσι 2. (για όρνιθα) (αμτβ.) κουρνιάζω μσν. 1. εγκλείω, φυλακίζω κάποιον 2. μαντρώνω τα ζώα …   Dictionary of Greek

  • ορνιθαριό — και ορνιθαρειό, το κοτέτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρνιθα + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. σκουπιδ αρ(ε)ιό)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθώνας — ο (Α ὀρνιθών) τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι νεοελλ. (κατ επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας] …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”